Mε το πέρασμα του χρόνου, το οστό των γνάθων στις περιοχές που έχουν χαθεί δόντια ατροφεί ή απορροφάται.
Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να υπάρχει λιγότερο οστό από το αναγκαίο, ώστε να μπορούν να τοποθετηθούν στην περιοχή οδοντικά εμφυτεύματα.
Σε αυτές τις περιπτώσεις οι ασθενείς δεν είναι δυνατό να αποκτήσουν / τοποθετήσουν οδοντικά εμφυτεύματα.
Η οστική ανάπλαση μπορεί να διορθώσει περιοχές στις οποίες μελετούμε να τοποθετήσουμε οδοντικά εμφυτεύματα και οι οποίες δεν έχουν το απαραίτητο οστό. Αυτό μπορεί να συμβαίνει λόγω προηγούμενης εξαγωγής, είτε περιοδοντίτιδας ή ακόμα και έπειτα από τραυματισμό. Το οστό που θα χρησιμοποιηθεί για ανάπλαση μπορεί να παρθεί από “τράπεζα οστικών μοσχευμάτων” είτε από τον ίδιο τον ασθενή.
Στην τελευταία περίπτωση και ανάλογα με την ποσότητα που χρειαζόμαστε, θα παρθεί είτα από την κάτω γνάθο, είτε την κνήμη είτα τέλος από το λαγόνιο οστό (λεκάνη). Οστικά μοσχεύματα τοποθετούνται επίσης στο ιγμόριο άντρο με μια τεχνική που καλείται “ανύψωση του ιγμορίου” για να αυξήσουμε το οστό της οπίσθιας περιοχής της άνω γνάθου.
Σε όλες τις περιπτώσεις οστικής ανάπλασης, επιπλέον του οστού τοποθετείται και μια απορροφήσιμη μεμβράνη η οποία προστατεύει το μόσχευμα το χρονικό διάστημα που αυτό ενσωματώνεται στην γνάθο και έπειτα απορροφάται. Η τεχνική της ανάπλασης των οστών των γνάθων ονομάζεται κατευθυνόμενη οστική αναγέννηση και συνήθως χρειάζεται 6 μήνες προκειμένου να τελειώσει.
Ευρείας έκτασης οστική ανάπλαση των γνάθων πραγματοποιείται συνήθως έπειτα από ατυχήματα στην περιοχή του προσώπου που συνοδεύονται από πολλαπλά κατάγματα, χειρουργική αφαίρεση όγκων των γνάθων ή κατά την χειρουργική διόρθωση συγγενών ανωμαλιών. Στις περιπτώσεις αυτές χρησιμοποιείται οστό του ίδιου του ασθενούς, οι επεμβάσεις είναι μεγάλης έκτασης και πραγματοποιούνται σε νοσοκομείο υπό γενική αναισθησία.
Τα “ιγμόρια” ή “ιγμόρια άντρα” είναι δύο αεροφόρες κοιλότητες στο πίσω τμήμα της άνω γνάθου, μία σε κάθε πλευρά. Μερικές από τις ρίζες των οπίσθιων δοντιών της άνω γνάθου εισέρχονται φυσιολογικά εντός αυτών.
Όταν τα δόντια αυτά χαθούν το οστό που τα συγκρατούσε γίνεται συνεχώς λεπτότερο με αποτελέσματα να μην μπορεί να συγκρατήσει πλέον οδοντικά εμφυτεύματα τα οποία θα αντικαταστήσουν τα χαμένα δόντια.
Στις περιπτώσεις αυτές το οστό χρειάζεται να αυξηθεί και αυτό γίνεται με μια τεχνική που λέγεται “οστική ανάπλαση ιγμορίου” ή “οστική ανάπλαση με ανύψωση του ιγμορίου”. Η είσοδος στο ιγμόριο γίνεται μέσα από το στόμα από το σημείο που βρίσκονται τα δόντια τα οποία χάθηκαν.
Χρησιμοποιώντας οστό από τον ίδιο τον ασθενή συνήθως έχουμε και τα καλύτερα αποτελέσματα.
Υπάρχουν διάφορες περιοχές του σώματος απ’ όπου μπορεί να γίνει λήψη οστικού μοσχεύματος. Στην γναθοπροσωπική χώρα οστικά μοσχεύματα μπορούν να παρθούν μέσα απο το στόμα από την περιοχή του γενείου, του φρονιμίτη ή προκειμένου για την άνω γνάθο πίσω από το τελευταίο δόντι. Σε πιο εκτεταμένα ελλείμματα, όπου χρειάζεται μεγαλύτερη ποσότητα οστικού μοσχεύματος οι περιοχές που επιλέγονται σαν δότριες είναι το λαγόνιο οστό (λεκάνη), και η κνήμη του ποδιού.
Σε πολλές περιπτώσεις μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αλλογενές μόσχευμα μαζί με τα οδοντικά εμφυτεύματα σε περιοχές που χρειαζόμαστε μικρή ποσότητα οστού. Το αλλογενές οστό προέρχεται από τράπεζες δωρητών οργάνων και είναι ειδικά επεξεργασμένα ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην κάλυψη οστικών ελλειμμάτων. Όταν τοποθετηθούν στην ελλειμματική περιοχή προάγουν την οστεογέννεση ώστε οστό του ασθενούς να αναπτυχθεί στην ελλειμματική περιοχή. Τα αλλογενή μοσχεύματα είναι πολύ ασφαλή και πολύ αποτελεσματικά.
Xρησιμοποιούνται επίσης είτε μόνα τους είτε σε συνδυασμό με οστό του ίδιου του ασθενούς. Τα συνθετικά μοσχεύματα απορροφούνται σε μεγάλο βαθμό απο το σώμα, βιοαποδομώνται και αποβάλλονται συνήθως σε 6-8 μήνες. Στο παραπάνω διάστημα συγκρατούν τον χώρο στον οποίο τοποθετήθηκαν εμποδίζοντας τα ούλα να τον καταβάλουν, και ταυτόχρονα ενεργοποιούν τον οργανισμό στην παραγωγή δικού του οστού. Αντικαθίσταται σταδιακά από το οστό του ασθενή ώστε στο παραπάνω διάστημα στην περιοχή που είχαν τοποθετηθεί να μην ανιχνεύονται σχεδόν καθόλου και να έχουν αντικατασταθεί πλήρως από οστό του ασθενή.
Οι επεμβάσεις αυτές ανάλογα με την βαρύτητα τους πραγματοποιούνται είτε υπό γενική αναισθησία είτε υπό “μέθη”, σε νοσοκομειακό περιβάλλον.